Τι σημαίνει ο όρος “κατάθλιψη”;
Ο όρος “κατάθλιψη” προέρχεται από το ρήμα καταθλίβω που σημαίνει πιέζω-καταπιέζω κάτι έως ότου συνθλιβεί-συντριβεί (“γίνει λιώμα”, “γίνει κομμάτια”). Στην περίπτωση της καταθλιπτικής διαταραχής εκείνο που συνθλίβεται είναι οι “ψυχικές δυνάμεις”, τα “ψυχικά αποθέματα” του ατόμου.
Τι είναι η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη (μείζων καταθλιπτική διαταραχή στην ιατρική ορολογία) είναι πάθηση οικουμενική και διαχρονική. Σήμερα αποτελεί μια από τις συχνότερες ψυχιατρικές διαταραχές παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στους 10 ανθρώπους εμφανίζει ένα τουλάχιστον καταθλιπτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία (στα βρέφη, στα παιδιά, στους εφήβους, στους ενήλικες νέας και μέσης ηλικίας και στους ηλικιωμένους). Τα υψηλότερα ποσοστά έναρξης της διαταραχής απαντώνται στο ηλικιακό φάσμα 25-40 ετών. Η συχνότητα της κατάθλιψης είναι διπλάσια στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Αυτό πιθανώς οφείλεται σε ορμονικούς και κοινωνικούς λόγους. Ο αριθμός των καταθλιπτικών επεισοδίων ποικίλει από άτομο σε άτομο από ένα και μοναδικό έως πολλαπλά και υποτροπιάζοντα (χρονιότητα).
Που οφείλεται η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη οφείλεται σε ένα συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συμμετέχουν στην εκδήλωση της διαταραχής, σε διαφορετικό ποσοστό ανά περίπτωση. Σε κάποιες περιπτώσεις οι κλινικές εκδηλώσεις οφείλονται κυρίως σε πρωτογενή εγκεφαλική δυσλειτουργία (ενοχοποιούνται διαταραχές νευροδιαβιβαστών, κυρίως της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης), ενώ σε άλλες η συμπτωματολογία φαίνεται να αποτελεί περισσότερο απόρροια οξέος ή (συνηθέστερα) παρατεταμένου στρες (πχ. απώλεια, έλλειψη, απειλή, απόρριψη, αλλαγή, αποτυχία, σύγκρουση, ψυχοτραυματική εμπειρία), το οποίο μέσω ενεργοποίησης ενδοκρινικών και ανοσολογικών μηχανισμών βλάπτει τα νευρικά κύτταρα.
Η ευαλωτότητα ενός ατόμου για εκδήλωση καταθλιπτικής συνδρομής εξαρτάται επίσης από την προσωπικότητά του, καθώς αυτή καθορίζει σε σημαντικό ποσοστό την ανθεκτικότητα απέναντι στο στρες. Άτομα με ενισχυμένο εξωτερικό κέντρο της πραγματικότητας (που έχουν δηλαδή την τάση να πιστεύουν ότι το παρόν και το μέλλον εξαρτώνται κυρίως από άλλους ανθρώπους και από την τύχη) και με στοιχεία αρνητικής συναισθηματικότητας (δυσθυμικά, αγχώδη, απαισιόδοξα, καχύποπτα, με τάση να αισθάνονται θυμό), εσωστρέφειας (“κλειστά”, μοναχικά, που δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους) και νοητικής ακαμψίας (μονοδιάστατος τρόπος σκέψης, αδυναμία εύρεσης εναλλακτικών επιλογών) παρουσιάζουν αυξημένη προδιάθεση για κατάθλιψη. Αντίθετα άτομα με ενισχυμένο εσωτερικό κέντρο ελέγχου της πραγματικότητας (που έχουν δηλαδή την τάση να πιστεύουν ότι το παρόν και το μέλλον εξαρτώνται κυρίως από τον εαυτό τους, από τις προσπάθειες και τις επιλογές τους) και με στοιχεία θετικής συναισθηματικότητας, εξωστρέφειας και νοητικής ευελιξίας εμφανίζουν υψηλότερη ικανότητα προσαρμογής σε ψυχοπιεστικές συνθήκες και κατά συνέπεια λιγότερες πιθανότητες ανάπτυξης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας.
Ισχυρός είναι επίσης ο ρόλος των κοινωνικών συνθηκών (οικονομική κατάσταση, κοινωνική θέση, κοινωνικοί ρόλοι) και των κοινωνικών προτύπων (οικογένεια, κοινωνικό δίκτυο, πολιτισμικό πλαίσιο).
Είναι η κατάθλιψη κληρονομική;
Η κληρονομικότητα της κατάθλιψης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την αιτιοπαθογένειά της. Είναι υψηλότερη όταν η νόσος οφείλεται κυρίως σε αυτόνομη εγκεφαλική δυσλειτουργία και χαμηλότερη όταν αποτελεί πρωτίστως απόρροια ψυχοπιεστικών καταστάσεων.
Εκτιμάται ότι το ποσοστό συμμετοχής των γονιδίων στην εκδήλωση της διαταραχής κυμαίνεται από 30% έως 70%. Σε γονιδιακό επίπεδο, η κληρονομικότητα της κατάθλιψης εξαρτάται από το γονιδιακό υλικό που ρυθμίζει την ανάπτυξη, την ωρίμανση και την εν γένει λειτουργία του εγκεφάλου και από το γονιδιακό υλικό που καθορίζει την προσωπικότητα.
Παράγοντες που ενισχύουν την πιθανότητα υψηλής κληρονομικότητας θεωρούνται η ύπαρξη σημαντικού αριθμού συγγενών με κατάθλιψη, η έναρξη της διαταραχής σε μικρή ηλικία (πχ. στην εφηβεία ή στη νεαρή ενήλικη ζωή), η εμφάνιση καταθλιπτικού επεισοδίου χωρίς την ύπαρξη στρεσογόνου παράγοντα, το μελαγχολικό συναίσθημα και η παρουσία ψυχωτικών εκδηλώσεων.
Ποιες είναι οι κλινικές εκδηλώσεις της κατάθλιψης;
Η κατάθλιψη έχει χαρακτηριστεί ως “η νόσος με τα 1000 πρόσωπα”!
Η κλινική της εικόνα παρουσιάζει σημαντική ετερογένεια και εξαρτάται αφενός από την αιτιοπαθογένεια της διαταραχής και αφετέρου από την ηλικία και την προσωπικότητα του ασθενούς. Τα δύο βασικά συμπτώματα της κατάθλιψης είναι το καταθλιπτικό συναίσθημα (υποκειμενικά βιωμένο ή αντικειμενικά παρατηρήσιμο) και η υποηδονία/ανηδονία (σημαντική ελάττωση ή πλήρης απουσία ενδιαφέροντος για δραστηριότητες ή άντλησης ευχαρίστησης από αυτές).
Άλλες σημαντικές κλινικές εκδηλώσεις της νόσου είναι η ανορεξία (συχνά συνοδεύεται από μείωση του σωματικού βάρους), η αϋπνία (δυσκολίες στην έναρξη ή στη διατήρηση του ύπνου), η ψυχοκινητική επιβράδυνση (το άτομο σκέφτεται, μιλάει ή κινείται πιο αργά σε σχέση με τη συνήθη ψυχοκινητικότητά του), η δυσκολία στη συγκέντρωση, η αναποφασιστικότητα, το αίσθημα κόπωσης, η έλλειψη ενέργειας, το αίσθημα αναξιότητας (το άτομο αισθάνεται ότι είναι ανεπαρκές ή ότι δεν αξίζει), η υπερβολική ή απρόσφορη ενοχή (το άτομο αισθάνεται ενοχές που δεν είναι ρεαλιστικές ή είναι δυσανάλογες σε ένταση και διάρκεια σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα) και ο αυτοκτονικός ιδεασμός (το άτομο εύχεται να πεθάνει ή σκέφτεται/σχεδιάζει να αυτοκτονήσει ή έχει επιχειρήσει να αυτοκτονήσει). Κάποιες φορές η κατάθλιψη είναι πιθανό να εκδηλώνεται με άτυπα συμπτώματα (διαφορετικά δηλαδή από τα συνήθη), όπως ευερεθιστότητα, νευρικότητα, αύξηση της όρεξης, υπερυπνία ή ψυχοκινητική ανησυχία.
Συχνό φαινόμενο αποτελούν, επίσης, οι σωματικές αιτιάσεις των ασθενών (πχ. αναφερόμενα προκάρδια, κοιλιακά ή μυοσκελετικά άλγη που δεν δύναται να αποδοθούν σε σωματική νόσο). Σε σοβαρές περιπτώσεις η κατάθλιψη είναι πιθανό να συνοδεύεται από ψυχωτικές εκδηλώσεις (παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις) οι οποίες συνήθως έχουν καταθλιπτικό περιεχόμενο (πχ. το άτομο μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι σαπίζει το σώμα του ή να ακούει φωνές που το κατηγορούν, το υβρίζουν ή το ταπεινώνουν).
Πως τίθεται η διάγνωση της κατάθλιψης;
Η διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής στηρίζεται στην εξέταση των ψυχικών λειτουργιών και στο ιστορικό του ασθενή και πραγματοποιείται με βάση επίσημα διαγνωστικά κριτήρια που θεσπίζονται σε συνάρτηση με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα.
Αξιολογούνται η ποιότητα, η ένταση και η συχνότητα των κλινικών εκδηλώσεων, η διάρκειά τους, η πορεία τους στο χρόνο και η λειτουργικότητα του ασθενή σε ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής. Οι ψυχομετρικές δοκιμασίες δεν είναι διαφοροδιαγνωστικές, παρέχουν ωστόσο σημαντικές πληροφορίες και η χρήση τους είναι πολύτιμη. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα εργαστηριακή ή απεικονιστική εξέταση που να θέτει τη διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής. Ο παρακλινικός έλεγχος είναι ωστόσο απαραίτητος για να αποκλειστούν σωματικές νόσοι που προκαλούν παρόμοια συμπτώματα, όπως λοιμώξεις, όγκοι, θυρεοειδοπάθειες, νευρολογικές παθήσεις, μεταβολικές καταστάσεις και νοσήματα του συνδετικού ιστού. Παράλληλα επιβάλλεται η διερεύνηση του ενδεχομένου επαγωγής των κλινικών εκδηλώσεων από ψυχοτρόπες ουσίες ή φάρμακα (πχ. κορτιζόνη).
Τέλος αξιολογείται η πιθανότητα ύπαρξης άλλης ψυχιατρικής διαταραχής, η συμπτωματολογία της οποίας δύναται να “μιμηθεί” εκείνη της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής (πχ. επίμονη καταθλιπτική διαταραχή, διαταραχή προσαρμογής, προεμμηνορρυσιακό δυσφορικό σύνδρομο, διπολική διαταραχή, κυκλοθυμική διαταραχή, ψυχωτική συνδρομή).
Τι είναι η μελαγχολία;
Σύμφωνα με τη θεωρία των τεσσάρων χυμών του Ιπποκράτη, η κατάθλιψη οφείλεται στην επικράτηση στον ανθρώπινο οργανισμό της μέλαινας (μαύρης) χολής (μέλας + χολή = μελαγχολία).
Η μελαγχολική κατάθλιψη αποτελεί τη σοβαρότερη μορφή της νόσου. Χαρακτηρίζεται από ανηδονία (ανικανότητα του ατόμου να αντλήσει ικανοποίηση ή ευχαρίστηση από οποιαδήποτε σκέψη, κατάσταση ή δραστηριότητα) και σκυθρωπότητα, έντονη δυστροπία, απελπισία ή αίσθημα πλήρους απουσίας ψυχικών δυνάμεων (το άτομο νιώθει ότι είναι ψυχικά “άδειο”).
Άλλες κλινικές εκδηλώσεις της διαταραχής είναι η σοβαρή ανορεξία ή απώλεια σωματικού βάρους, η σοβαρή ψυχοκινητική επιβράδυνση ή ανησυχία, η υπερβολική ή απρόσφορη (δυσανάλογη σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα) ενοχή, η επιδείνωση της διάθεσης κατά τις πρωινές ώρες και η πρώιμη αφύπνιση (το άτομο ξυπνά τουλάχιστον 2 ώρες νωρίτερα από τη συνήθη ώρα έγερσής του και δεν μπορεί να ξανακοιμηθεί).
Επιπλέον, πιθανό στοιχείο της μελαγχολικής κατάθλιψης είναι η παρουσία ψυχωτικών εκδηλώσεων (παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, κυρίως ακουστικές) οι οποίες συνήθως έχουν καταθλιπτικό περιεχόμενο (πχ. το άτομο μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι σαπίζει το σώμα του ή να ακούει φωνές που το κατηγορούν, το υβρίζουν ή το ταπεινώνουν).
Τι είναι η επίμονη καταθλιπτική διαταραχή;
Η επίμονη καταθλιπτική διαταραχή (στο παρελθόν ονομαζόταν δυσθυμία) ανήκει στο φάσμα των καταθλιπτικών διαταραχών και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα ηπιότερης μορφής αλλά μεγαλύτερης διάρκειας, σε σχέση με εκείνα της μείζονος κατάθλιψης.
Η διάθεση είναι επίμονα καταθλιπτική για το μεγαλύτερο μέρος μιας χρονικής περιόδου δύο τουλάχιστον συνεχών ετών και εφόσον υπάρχουν χρονικές περίοδοι φυσιολογικής διάθεσης, καμία από αυτές δεν ξεπερνά τους δύο συνεχείς μήνες. Συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις της διαταραχής είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η έλλειψη ενεργητικότητας, το αίσθημα κόπωσης, οι δυσκολίες στη συγκέντρωση, η αναποφασιστικότητα, το αίσθημα απελπισίας και οι διαταραχές του ύπνου (συνήθως αϋπνία) και της όρεξης (συνήθως ανορεξία).
Η διάγνωση στηρίζεται στην εξέταση των ψυχικών λειτουργιών και στο ιστορικό του ασθενή. Απαραίτητο είναι να αποκλειστεί η αιτιολογική σχέση των συμπτωμάτων με σωματική κατάσταση, χρήση ουσιών ή άλλη ψυχιατρική διαταραχή. Η θεραπεία είναι παρόμοια με εκείνη της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής. Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο με επίμονη καταθλιπτική διαταραχή εκδηλώνει μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο ονομάζεται διπλή κατάθλιψη.
Τι είναι η επιλόχειος κατάθλιψη;
Ο όρος “επιλόχειος κατάθλιψη” αποτελεί μια μάλλον ελεύθερη μετάφραση του επίσημου όρου “depressive disorder with peripartum onset” δηλαδή “καταθλιπτική διαταραχή με περιγεννητική έναρξη”. Δεν πρόκειται για διακριτή νοσολογική οντότητα, αλλά για μια μορφή κατάθλιψης που προσδιορίζεται από τον όρο “με περιγεννητική έναρξη”. Όντως ο όρος “επιλόχειος” είναι ανακριβής. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι η λοχεία διαρκεί περίπου 6 εβδομάδες, αρκετοί ιατροί θεωρούν “επιλόχειο” την κατάθλιψη που εμφανίζεται ακόμα και 6 μήνες μετά τον τοκετό.
Με βάση τα πλέον σύγχρονα διαγνωστικά κριτήρια (DSM 5), ως “περιγεννητική” ορίζεται η κατάθλιψη που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή εντός 4 εβδομάδων μετά τον τοκετό. Σημαντικό ρόλο στην αιτιοπαθογένεια της διαταραχής φαίνεται ότι διαδραματίζουν οι ορμονικές μεταβολές και οι ψυχοπιεστικές καταστάσεις που συνδέονται με την εγκυμοσύνη, τη γέννηση του παιδιού και τη λοχεία.
Τα συμπτώματα της νόσου είναι παρόμοια με εκείνα της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής με την υποσημείωση ότι οι σκέψεις, οι συναισθηματικές αντιδράσεις και οι συμπεριφορές της μητέρας είναι πιθανό να περιλαμβάνουν το βρέφος (η ασθενής μπορεί να σκέφτεται ότι είναι ανεπαρκής μητέρα, να ανησυχεί υπερβολικά για την υγεία του βρέφους, να φοβάται ότι μπορεί να βλάψει το βρέφος εξαιτίας κάποιου λανθασμένου χειρισμού ή να αποφεύγει την ενασχόληση με αυτό). Σπάνια, η περιγεννητική κατάθλιψη μπορεί να συνοδεύεται από ψυχωτικές εκδηλώσεις (παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις). Την πλέον σοβαρή κλινική εκδήλωση αποτελεί η ανάπτυξη αυτοκαταστροφικού ή ετεροκαταστροφικού ιδεασμού (σκέψεις της μητέρας να κάνει κακό στον εαυτό της ή στο βρέφος).
Η περιγεννητική κατάθλιψη δεν πρέπει να συγχέεται με τη θλίψη της μητρότητας (καταθλιπτική διάθεση, συναισθηματική αστάθεια, ευσυγκινησία, κλάμα, ευερεθιστότητα, αϋπνία, ανησυχία σχετικά με την ικανότητα ανατροφής του βρέφους) η οποία είναι σχετικά συχνή, παροδική και αυτοπεριοριζόμενη κατάσταση (κορυφώνεται κατά την 4η με 5η μέρα της λοχείας και υποχωρεί περίπου 10 ημέρες μετά τον τοκετό).
Έχω ιστορικό κατάθλιψης. Μπορεί να πάσχω από διπολική διαταραχή;
Η διπολική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την εκδήλωση ενός τουλάχιστον επεισοδίου μανίας ή υπομανίας. Η εμφάνιση, κατά την πορεία της διαταραχής, ενός ή περισσότερων επεισοδίων κατάθλιψης είναι συνήθης, δεν είναι ωστόσο απαραίτητη για να τεθεί η διάγνωση.
Συχνά, η διπολική διαταραχή πρωτοεκδηλώνεται με ένα καταθλιπτικό επεισόδιο. Συνεπώς κάθε άνθρωπος με ιστορικό ενός ή περισσότερων καταθλιπτικών επεισοδίων είναι δυνητικά πιθανό σε κάποια φάση της ζωής του να εκδηλώσει επεισόδιο μανίας ή υπομανίας και επομένως να λάβει τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής. Εκτιμάται ότι η πιθανότητα να εκδηλώσει διπολική διαταραχή ένας άνθρωπος με ιστορικό καταθλιπτικού επεισοδίου είναι περίπου 5-10%.
Παράγοντες που ενισχύουν την πιθανότητα ένα καταθλιπτικό επεισόδιο να “υποκρύπτει” διπολική διαταραχή είναι η ύπαρξη κληρονομικού ιστορικού διπολικής διαταραχής, η παρουσία ψυχωτικών συμπτωμάτων (παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις) ή μεικτών στοιχείων (συνύπαρξη καταθλιπτικών και μανιακών ή υπομανιακών συμπτωμάτων) κατά τη διάρκεια κάποιου καταθλιπτικού επεισοδίου, η μικρή ηλικία εμφάνισης του πρώτου καταθλιπτικού επεισοδίου και η επαγωγή υπομανιακών ή μανιακών συμπτωμάτων από την αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή. Η έγκαιρη διάγνωση της διπολικής διαταραχής είναι ουσιώδης καθώς η θεραπευτική της αντιμετώπιση διαφέρει σημαντικά από εκείνη της κατάθλιψης.
Υπάρχει θεραπεία για την κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη είναι θεραπεύσιμη διαταραχή. Πολλοί ασθενείς δεν υποτροπιάζουν ποτέ (εμφανίζουν δηλαδή ένα και μοναδικό καταθλιπτικό επεισόδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους). Εξαιρετικά σημαντική για την επιτυχημένη θεραπεία της κατάθλιψης είναι η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της.
Τα νεότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα (εσιταλοπράμη, σιταλοπράμη, σερτραλίνη, παροξετίνη, φλουβοξαμίνη, φλουοξετίνη, μιρταζαπίνη, βενλαφαξίνη, δουλοξετίνη, βουπροπιόνη, αγομελατίνη) εμφανίζουν σημαντική αποτελεσματικότητα και ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες συνήθως αυτοπεριορίζονται μετά τις πρώτες μέρες της θεραπείας. Η επιλογή του κατάλληλου αντικαταθλιπτικού πραγματοποιείται σε συνεργασία με τον ασθενή και καθορίζεται από τις κλινικές εκδηλώσεις του ασθενή, το ιστορικό του, τη σωματική του κατάσταση, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Η διάρκεια της θεραπείας ποικίλει συνήθως από 6 μήνες έως 2 έτη, αν και σε περιπτώσεις χρόνιας ή υποτροπιάζουσας διαταραχής ίσως απαιτείται μακροχρόνια λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
Οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις έχουν επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο. Η πλέον σύγχρονη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και αποτελεσματική ψυχοθεραπεία για την κατάθλιψη είναι η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία η οποία περιλαμβάνει ψυχοεκπαίδευση, τεχνικές χαλάρωσης (τεχνικές αναπνοής και μυοχάλασης), εκπαίδευση στην ανίχνευση των δυσλειτουργικών μοτίβων σκέψης και στη γνωσιακή αναδόμηση, εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων και τεχνικών επίλυσης προβλημάτων και συμπεριφορικές ασκήσεις. Η θεραπεία πραγματοποιείται με τη διαρκή συνεργασία θεραπευτή και θεραπευόμενου και διαρκεί περίπου 4-6 μήνες. Στόχος της ψυχοθεραπείας δεν είναι μόνο η ύφεση των κλινικών εκδηλώσεων αλλά και η αποφυγή πιθανής υποτροπής.
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία δύναται να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που οι φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις αντενδείκνυνται ή δεν είναι αποτελεσματικές. (πχ. ηλικιωμένοι, εγκυμοσύνη, σοβαρή ψυχοπαθολογία που συνοδεύεται από υψηλή αυτοκτονικότητα ή πλήρη ψυχοκινητική αναστολή). Σήμερα, η μέθοδος πραγματοποιείται υπό την επίδραση αναισθησίας, μυοχάλασης και συνεχούς οξυγόνωσης (συμμετέχει αναισθησιολόγος) σε εξειδικευμένα κέντρα και είναι ανώδυνη και ασφαλής. Έχει υψηλή αποτελεσματικότητα και ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες (με συχνότερη την παροδική διαταραχή της μνήμης). Συνήθως πραγματοποιούνται 6-12 συνεδρίες (2-3 ανά εβδομάδα). Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία αποφεύγεται να εφαρμόζεται σε ασθενείς με πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πρόσφατη εγκεφαλική αιμορραγία, ασταθές αγγειακό ανεύρυσμα ή αγγειακή δυσπλασία, αυξημένη ενδοκράνια πίεση (πχ. όγκος εγκεφάλου), αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, φαιοχρωμοκύττωμα ή σωματική κατάσταση που μπορεί να καθιστά επικίνδυνη τη χορήγηση γενικής αναισθησίας (πχ. πνευμονοπάθεια).
Έχω κατάθλιψη. Να λάβω φαρμακευτική αγωγή ή να κάνω ψυχοθεραπεία;
Στις περιπτώσεις που η κατάθλιψη φαίνεται να έχει ισχυρή βιολογική συνιστώσα ή εκδηλώνεται με σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις που προκαλούν σημαντική δυσφορία ή/και δυσλειτουργικότητα στον ασθενή, η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής είναι συνήθως επιβεβλημένη. Αντίθετα όταν η αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης μοιάζει να είναι περισσότερο ψυχοκοινωνική ή τα συμπτώματα είναι ήπιας ή μέτριας βαρύτητας, η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση μπορεί να είναι επαρκής. Συχνά, η αποτελεσματικότερη θεραπεία είναι η ολιστική, ο συνδυασμός δηλαδή φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας.
Η φαρμακευτική θεραπεία ομαλοποιεί την εγκεφαλική λειτουργία και αποκαθιστά τους βιολογικούς παράγοντες, όπως την ενεργητικότητα, τη συγκέντρωση, τον ύπνο και την όρεξη. Παράλληλα συμμετέχει στην υποχώρηση του καταθλιπτικού συναισθήματος και της υποηδονίας. Η ψυχοθεραπεία ενισχύει την αυτοεκτίμηση, αναδομεί δυσλειτουργικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές και τροποποιεί, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τα στοιχεία της προσωπικότητας που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Συμβάλλει στην αντιμετώπιση της χαμηλής αυτοπεποίθησης, των αρνητικών συναισθημάτων (πχ. λύπη, θυμός, άγχος, φόβος, ντροπή, ενοχή), της έλλειψης κινήτρου, της αδράνειας, της κοινωνικής απόσυρσης και της αναποφασιστικότητας.
Συμπερασματικά, η φαρμακοθεραπεία παρέχει βιολογική ενίσχυση και την αρχική ώθηση στον οργανισμό ώστε να επιτευχθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ενώ η ψυχοθεραπεία ενδυναμώνει και διευρύνει την αυτογνωσία και τις ψυχικές δυνατότητες του ασθενή, συντελώντας στην εγκατάσταση και διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος (επί της ουσίας ο ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να γίνει “ιατρός του εαυτού του”).
Είναι οι ασθενείς με κατάθλιψη επικίνδυνοι;
Η βασική επικινδυνότητα των ασθενών που πάσχουν από κατάθλιψη είναι η αυτοκτονικότητα.
Η κατάθλιψη είναι η ψυχιατρική διαταραχή που περισσότερο από κάθε άλλη συσχετίζεται με αυτοκτονική συμπεριφορά. Υπολογίζεται ότι το 50% των ατόμων που αυτοκτονούν πάσχει από κατάθλιψη και ότι περίπου 1 στους 10 ασθενείς με κατάθλιψη εν τέλει αυτοκτονεί. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός αποτελεί τη σοβαρότερη κλινική εκδήλωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και μπορεί να εκφράζεται με ευχές θανάτου, φευγαλέες ή επίμονες σκέψεις αυτοκτονίας, σύλληψη σχεδίου απόπειρας αυτοκτονίας, προετοιμασίες για την εκτέλεση του σχεδίου και τελικά απόπειρα αυτοκτονίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η απόπειρα αυτοκτονίας μπορεί να είναι παρορμητική, να αποφασιστεί και να πραγματοποιηθεί δηλαδή μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, στα πλαίσια οξείας ψυχικής επιβάρυνσης του ατόμου. Σε άλλες περιπτώσεις η αυτοκαταστροφικότητα εκδηλώνεται συγκεκαλυμμένα, μέσω συμπεριφορών υψηλού ρίσκου για τις συνέπειες των οποίων ο ασθενής αδιαφορεί (πχ. επικίνδυνη οδήγηση, κατάχρηση φαρμάκων ή αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών ουσιών, σοβαρή παραμέληση της σωματικής υγείας).
Η λεκτική ή εξωλεκτική επικοινωνία της αυτοκτονικής πρόθεσης από τους ασθενείς (προειδοποιητικά σημάδια) θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα σοβαρά υπ’ όψιν και να αναζητείται άμεσα ιατρική φροντίδα, ακόμα και παρά την αντίθετη θέληση του πάσχοντα. Η ετεροκαταστροφική συμπεριφορά είναι σπάνια και εμφανίζεται κυρίως σε άτομα με άτυπη συμπτωματολογία (πχ. ευερεθιστότητα, εκρήξεις θυμού, ψυχοκινητική ανησυχία).