Τι είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Η σεξουαλική λειτουργία περιλαμβάνει κατά κανόνα 4 φάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ποικίλα σωματικά και ψυχολογικά φαινόμενα. Οι 4 φάσεις είναι οι εξής:
- Φάση της επιθυμίας για σεξ.
- Φάση της διέγερσης (κατά την οποία τα βασικά ψυχοφυσιολογικά χαρακτηριστικά είναι η στύση στους άνδρες και η εφύγρανση του κόλπου στις γυναίκες).
- Φάση του οργασμού (που στους άνδρες συνοδεύεται από την εκσπερμάτιση).
- Φάση της αποκατάστασης (ή της “χαλάρωσης”).
Επίμονη διαταραχή σε κάποια από τις φάσεις της φυσιολογικής σεξουαλικής λειτουργίας, που προκαλεί σημαντική δυσφορία στο πάσχον άτομο και δεν οφείλεται αποκλειστικά σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση (πχ. κακοποίηση) είναι πιθανό να πληροί τα κριτήρια διάγνωσης σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Ποιες είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες των γυναικών είναι οι εξής:
- Διαταραχή σεξουαλικού ενδιαφέροντος/σεξουαλικής διέγερσης.
- Διαταραχή οργασμού.
- Διαταραχή γεννητικού-πυελικού πόνου/διείσδυσης.
Οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες των ανδρών είναι οι εξής:
- Διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας.
- Διαταραχή στύσης.
- Πρόωρη εκσπερμάτιση.
- Καθυστερημένη εκσπερμάτιση.
Πόσο συχνές είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Η συχνότητα των σεξουαλικών δυσλειτουργιών ποικίλει και εξαρτάται όχι μόνο από το είδος της διαταραχής αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία και το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Στις γυναίκες οι συχνότερα εμφανιζόμενες διαταραχές είναι η διαταραχή σεξουαλικού ενδιαφέροντος/σεξουαλικής διέγερσης και η διαταραχή οργασμού οι οποίες παρουσιάζονται σε ποσοστό 10% περίπου ή κάθε μία. Η διαταραχή σεξουαλικού ενδιαφέροντος/σεξουαλικής διέγερσης εκδηλώνεται συνήθως μετά την εμμηνόπαυση, ενώ η διαταραχή οργασμού είναι συχνότερη στις νέες και σεξουαλικά άπειρες γυναίκες. Η διαταραχή γεννητικού-πυελικού πόνου/διείσδυσης φαίνεται πως είναι σπανιότερη και ο επιπολασμός της εκτιμάται σε περίπου 3%. Στους άνδρες οι συχνότερα εμφανιζόμενες διαταραχές είναι η διαταραχή στύσης και η πρόωρη εκσπερμάτιση. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις άνδρες θα εμφανίσει μια από τις δύο διαταραχές κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η συχνότητα της διαταραχής στύσης αυξάνεται όσο αυξάνεται και η ηλικία, σε αντίθεση με την πρόωρη εκσπερμάτιση που συχνά εκδηλώνεται στη νεαρή ενήλικη ζωή. Η διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας είναι σπάνια και ο επιπολασμός της εκτιμάται ότι είναι μικρότερος του 1%.
Που οφείλονται οι σεξουαλικές διαταραχές;
Η αιτιοπαθογένεια των σεξουαλικών διαταραχών είναι πολυπαραγοντική και κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Οι βασικοί παράγοντες που συντελούν στην εκδήλωση των σεξουαλικών διαταραχών είναι οι εξής:
- Βιολογικοί παράγοντες (πχ. σωματική νόσος, ψυχιατρική διαταραχή, τραυματισμοί, φάρμακα, ουσίες, χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία).
- Ψυχολογικοί παράγοντες (πχ. στοιχεία της προσωπικότητας, ψυχοπιεστικές καταστάσεις, πεποιθήσεις και συναισθήματα που σχετίζονται με τον εαυτό, το/τη σύντροφο, τη σχέση ή το σεξ όπως για παράδειγμα το άγχος επίδοσης στους άνδρες ή ο φόβος της απόρριψης στις γυναίκες, προηγούμενες εμπειρίες, τυχαίες αποτυχίες, κίνητρο, προσδοκίες, “μυστικά”).
- Κοινωνικοί παράγοντες (πχ. συνθήκες διαβίωσης, ζητήματα στεγαστικά, εκπαιδευτικά, επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά).
- Τρόπος ζωής (πχ. διατροφή, άσκηση, ύπνος, έξεις όπως για παράδειγμα το κάπνισμα).
- Παράγοντες που αφορούν τη σχέση του ζεύγους (πχ. σεβασμός, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη, αποδοχή, ενδιαφέρον, φροντίδα, ευθύνη, επικοινωνία, ερωτισμός, εγγύτητα, ασφάλεια, δέσμευση).
- Παράγοντες που αφορούν τη σεξουαλικότητα (πχ. ταυτότητα φύλου, σεξουαλικός προσανατολισμός, παραφιλίες, φαντασιώσεις, αυνανισμός, σεξουαλική εκπαίδευση, σεξουαλική εμπειρία, σεξουαλικές προτιμήσεις, σεξουαλικές δεξιότητες, νοηματοδότηση του σεξ).
Τι είναι η διαταραχή σεξουαλικού ενδιαφέροντος/σεξουαλικής διέγερσης;
Η διαταραχή σεξουαλικού ενδιαφέροντος/σεξουαλικής διέγερσης αφορά τις γυναίκες και χαρακτηρίζεται από επίμονη έλλειψη ή σημαντική ελάττωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος ή/και της σεξουαλικής διέγερσης. Πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες που πάσχουν από τη διαταραχή μπορεί να μην έχουν σεξουαλικές/ερωτικές σκέψεις και φαντασιώσεις (ή να έχουν ελάχιστες), να μην αντιδρούν στα σεξουαλικά/ερωτικά ερεθίσματα (ή να αντιδρούν ελάχιστα), να μη διεγείρονται στις γεννητικές περιοχές κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα (ή να διεγείρονται ελάχιστα) και να μην αισθάνονται σεξουαλική έξαψη/ευχαρίστηση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής (ή να αισθάνονται ελάχιστη). Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρονται να εμπλακούν σε σεξουαλική δραστηριότητα (ή ενδιαφέρονται ελάχιστα) και συνήθως είναι μη δεκτικές σε πιθανές προσπάθειες του συντρόφου τους να κάνουν σεξ. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στην πάσχουσα γυναίκα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η διαταραχή οργασμού;
Η διαταραχή οργασμού αφορά τις γυναίκες και χαρακτηρίζεται από επίμονη δυσλειτουργία στην επέλευση, στη συχνότητα ή στην ένταση του οργασμού (ο οργασμός δηλαδή μπορεί να αργεί πολύ να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, να εμφανίζεται σπάνια ή ποτέ ή όταν εμφανίζεται η έντασή του να είναι σημαντικά ελαττωμένη). Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στην πάσχουσα γυναίκα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η διαταραχή γεννητικού-πυελικού πόνου/διείσδυσης;
Η διαταραχή γεννητικού-πυελικού πόνου/διείσδυσης αποτελεί ουσιαστικά τη σύγχρονη ενοποιημένη-διευρυμένη εκδοχή δύο, μέχρι πρότινος, διακριτών διαταραχών, της δυσπαρεύνειας (του πόνου δηλαδή στη γεννητική περιοχή της γυναίκας κατά τη διάρκεια της συνουσίας) και του κολπικού σπασμού (της “αυτόματης” δηλαδή σύσπασης του κόλπου της γυναίκας κατά τη διάρκεια της προσπάθειας του άνδρα για διείσδυση). Η διαταραχή γεννητικού-πυελικού πόνου/διείσδυσης μπορεί να χαρακτηρίζεται από:
- Επίμονες δυσκολίες στην κολπική διείσδυση κατά τη διάρκεια της συνουσίας.
- Σημαντικό αιδοιοκολπικό ή πυελικό πόνο κατά την διάρκεια κολπικής συνουσίας ή προσπαθειών διείσδυσης.
- Σημαντικό φόβο ή άγχος για αιδοιοκολπικό ή πυελικό πόνο σε αναμονή της κολπικής διείσδυσης, κατά τη διάρκεια αυτής ή μετά από αυτή.
- Σημαντική τάση ή σύσφιξη των μυών του πυελικού εδάφους κατά τη διάρκεια προσπάθειας για κολπική διείσδυση.
Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στην πάσχουσα γυναίκα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας;
Η διαταραχή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας αφορά τους άνδρες και χαρακτηρίζεται από επίμονη ή επαναλαμβανόμενη έλλειψη ή πλήρη απουσία σεξουαλικών/ερωτικών σκέψεων ή φαντασιώσεων και επιθυμίας για σεξουαλική δραστηριότητα. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στον πάσχοντα άνδρα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η διαταραχή στύσης;
Η διαταραχή στύσης χαρακτηρίζεται από την επίμονη εκδήλωση ενός τουλάχιστον από τα εξής συμπτώματα:
- Σημαντική δυσκολία στην απόκτηση στύσης κατά την διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας.
- Σημαντική δυσκολία στη διατήρηση της στύσης μέχρι την ολοκλήρωση της σεξουαλικής δραστηριότητας.
- Σημαντική ελάττωση της σκληρότητας της στύσης.
Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στον πάσχοντα άνδρα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η πρόωρη εκσπερμάτιση;
Η πρόωρη εκσπερμάτιση χαρακτηρίζεται από επίμονη δυσκολία του άνδρα να ελέγξει την εκσπερμάτισή του, με αποτέλεσμα η εκσπερμάτιση να επέρχεται δίχως τη βούληση του ατόμου, συνήθως εντός το πολύ ενός λεπτού από τη χρονική στιγμή της διείσδυσης. Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στον πάσχοντα άνδρα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Τι είναι η καθυστερημένη εκσπερμάτιση;
Η καθυστερημένη εκσπερμάτιση χαρακτηρίζεται από επίμονη δυσλειτουργία στην επέλευση ή στη συχνότητα της εκσπερμάτισης (η εκσπερμάτιση μπορεί να αργεί πολύ ή να επιτυγχάνεται σπάνια ή ποτέ). Για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει τα συμπτώματα να προκαλούν σημαντικού βαθμού δυσφορία στον πάσχοντα άνδρα, ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η περίπτωση αυτά να οφείλονται σε σωματική νόσο, ψυχιατρική διαταραχή, φάρμακα, χρήση ουσιών ή σοβαρή ψυχοπιεστική κατάσταση. Η διαταραχή μπορεί να είναι δια βίου (να υπήρχε δηλαδή ανέκαθεν) ή επίκτητη (να εμφανίστηκε δηλαδή από μια ηλικία και μετά), γενικευμένη (να εμφανίζεται δηλαδή ανεξάρτητα από τις συνθήκες) ή καταστασιακή (να εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πχ. με συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο).
Πως αντιμετωπίζονται οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Η αντιμετώπιση των σεξουαλικών διαταραχών εξαρτάται από το είδος και την αιτιοπαθογένειά τους. Συνεπώς, κάθε περίπτωση εξατομικεύεται. Οι θεραπευτικές επιλογές ποικίλουν και είναι φαρμακευτικές, ψυχοθεραπευτικές, χειρουργικές ή συνδυαστικές.
Φαρμακευτικές ουσίες που συχνά χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των σεξουαλικών διαταραχών είναι διάφορα ορμονικά σκευάσματα (πχ. τεστοστερόνη, οιστρογόνα) για τις διαταραχές που αφορούν την επιθυμία, οι αναστολείς της 5-φωσφοδιεστεράσης (πχ. σιλδεναφίλη, τανταλαφίλη, βαρντεναφίλη) για την στυτική διαταραχή και οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) για την πρόωρη εκσπερμάτιση.
Η ψυχοθεραπεία (που στην προκειμένη περίπτωση συνηθίζεται να ονομάζεται sex therapy) αποτελεί την συχνότερα εφαρμοζόμενη παρέμβαση και έχει ικανοποιητική αποτελεσματικότητα. Περιλαμβάνει ψυχοεκπαίδευση, ποικίλες ερωτικές και σεξουαλικές ασκήσεις, προσαρμοσμένες στην εκάστοτε δυσλειτουργία (πχ. ασκήσεις αισθησιακού εστιασμού), τεχνικές αγχόλυσης, ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλευτική ζεύγους.
Χειρουργική επέμβαση προτείνεται σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις πυελογεννητικού πόνου, σε γυναίκες με κυρίως βιολογικής αιτιολογίας αιδοιοδυνία, στις οποίες οι φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις δεν αποδίδουν.
ΔΥΣΦΟΡΙΑ ΦΥΛΟΥ
Τι είναι η δυσφορία φύλου (gender dysphoria);
Είναι γνωστή και ως διαταραχή ταυτότητας φύλου. Πρόκειται για το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο παρατηρείται ασυμφωνία ανάμεσα στο σωματικό και το ψυχικό φύλο ενός ατόμου. Η διαταραχή είναι κατά βάση βιολογική και φαίνεται να οφείλεται σε άγνωστης αιτιολογίας δυσλειτουργία της ωρίμανσης του νευρικού συστήματος κατά την ενδομήτριο ζωή. Φυσιολογικά οι περιοχές του εγκεφάλου που προσδιορίζουν την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων και τον ψυχικό εαυτό “συντονίζονται” κατά την εμβρυογένεση, με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά το σωματικό και το ψυχικό φύλο να ταυτίζονται. Σε σπάνιες ωστόσο περιπτώσεις η σωματική και ψυχική φυλετική διαφοροποίηση “διαχωρίζονται”, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένας εγκέφαλος “αρρενοποιημένος” όσον αφορά τον σωματικό φύλο και “θηλυκοποιημένος” όσον αφορά το ψυχικό φύλο ή το αντίστροφο (έτσι προκύπτουν άτομα που σωματικά είναι άνδρες αλλά ψυχικά αισθάνονται γυναίκες ή άτομα που σωματικά είναι γυναίκες αλλά ψυχικά αισθάνονται άνδρες). Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την ομοφυλοφυλία, η οποία δεν αφορά την ταυτότητα του φύλου (το αν δηλαδή αισθάνεται κάποιος ότι είναι άνδρας ή γυναίκα) αλλά το σεξουαλικό προσανατολισμό (το αν δηλαδή αισθάνεται κάποιος ερωτική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου ή του αντίθετου).
Πότε εκδηλώνεται η δυσφορία φύλου και ποιες είναι οι κλινικές εκδηλώσεις;
Η δυσφορία φύλου εκδηλώνεται συνήθως από την παιδική ηλικία, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρεται έναρξη της συμπτωματολογίας κατά την εφηβεία ή τη νεαρή ενήλικη ζωή. Τα άτομα που πάσχουν από δυσφορία φύλου παρουσιάζουν επίμονη και σημαντική ασυμφωνία μεταξύ του σωματικά προσδιορισμένου φύλου και του φύλου στο οποίο βιώνουν ψυχικά ότι ανήκουν και εκδηλώνουν έντονη επιθυμία να ανήκουν στο αντίθετο από το σωματικά προσδιορισμένο φύλο τους. Χαρακτηριστικά συμπτώματα της διαταραχής είναι τα εξής:
- Έντονη επιθυμία απαλλαγής από τα πρωτεύοντα ή/και τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου (πχ. τα άτομα που σωματικά είναι αγόρια/άνδρες δεν επιθυμούν να έχουν πέος ή γένια, ενώ τα άτομα που σωματικά είναι κορίτσια/γυναίκες δεν επιθυμούν να έχουν αιδοίο ή στήθος).
- Έντονη επιθυμία για τα πρωτεύοντα ή/και τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου (πχ. τα άτομα που σωματικά είναι αγόρια/άνδρες επιθυμούν να έχουν αιδοίο ή στήθος, ενώ τα άτομα που σωματικά είναι κορίτσια/γυναίκες επιθυμούν να έχουν πέος ή γένια).
- Έντονη επιθυμία να συμπεριφέρονται και να τους συμπεριφέρονται σαν να ανήκουν στο αντίθετο από το σωματικό τους φύλο (πχ. τα άτομα που σωματικά είναι αγόρια/άνδρες επιθυμούν να έχουν κοριτσίστικο/γυναικείο όνομα, να παίζουν με κοριτσίστικα παιχνίδια, να κάνουν σαν παιδιά παρέα με κορίτσια, να ντύνονται με κοριτσίστικα/γυναικεία ρούχα, να επιτελούν κοριτσίστικες/γυναικείες δραστηριότητες, ενώ τα άτομα που σωματικά είναι κορίτσια/γυναίκες επιθυμούν να έχουν αγορίστικο/ανδρικό όνομα, να παίζουν με αγορίστικα παιχνίδια, να κάνουν σαν παιδιά παρέα με αγόρια, να ντύνονται με αγορίστικα/ανδρικά ρούχα, να επιτελούν αγορίστικες/ανδρικές δραστηριότητες).
- Πεποιθήσεις, τυπικά αισθήματα και αντιδράσεις του αντίθετου από το σωματικά προσδιορισμένο φύλο.
Η ασυμφωνία μεταξύ του σωματικού και του ψυχικού εαυτού προκαλεί σημαντικού βαθμού δυσφορία ή/και δυσλειτουργικότητα. Αυτονόητο είναι ότι για να τεθεί η διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να οφείλονται τα συμπτώματα σε ψυχιατρική διαταραχή ή σε χρήση ουσιών.
Πως αντιμετωπίζεται η δυσφορία φύλου;
Η αντιμετώπιση της δυσφορίας φύλου εξατομικεύεται ανάλογα με το βαθμό δυσφορίας ή/και δυσλειτουργικότητας που προκαλεί και τις επιθυμίες του κάθε ατόμου.
Η θεραπεία είναι κοινωνική για την ανάληψη του κοινωνικού ρόλου του ψυχικού φύλου (πχ. ένδυση, συμπεριφορές, δραστηριότητες, διαπροσωπικές σχέσεις), ορμονική για την τροποποίηση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου (πχ. τριχοφυΐα, μυϊκό σύστημα, στήθος, χροιά φωνής) και χειρουργική για την τροποποίηση των πρωτογενών χαρακτηριστικών του φύλου (γεννητικά όργανα). Παράλληλα πραγματοποιούνται ψυχοεκπαίδευση, ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλευτική, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ατόμου (ή και συγγενικών ή άλλων κοντινών προσώπων, εφόσον ζητηθεί και με την προϋπόθεση ότι συμφωνεί το πάσχον άτομο).
Τα θεραπευτικά βήματα πραγματοποιούνται σταδιακά, υπό την παρακολούθηση και τη συνεργασία των επαγγελματιών υγείας που συμμετέχουν στην αντιμετώπιση της διαταραχής (ψυχίατροι, ψυχολόγοι, ενδοκρινολόγοι, χειρουργοί). Σημειώνεται ότι δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθούν όλα τα θεραπευτικά βήματα, παρά μόνο εκείνα τα οποία το κάθε πάσχον άτομο επιθυμεί (πχ. κάποια άτομα επιθυμούν μόνο να αναλάβουν τον κοινωνικό ρόλο του ψυχικού φύλου ή αρκούνται στην ορμονοθεραπεία). Σημαντική είναι η διαρκής πιστοποίηση της πλήρους κατανόησης και αποδοχής των θεραπευτικών παρεμβάσεων από το υπό θεραπεία άτομο, καθώς αρκετές από αυτές είναι μη αναστρέψιμες.
Τέλος ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όσον αφορά την ανίχνευση και αντιμετώπιση μείζονος ψυχοπαθολογίας που δύναται να αναπτυχθεί, ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της διαταραχής ή των παρεμβάσεων (πχ. κατάθλιψη, άγχος, αυτοκτονικότητα).